Υπογράφει ο Αντώνης Αντ.
Με τη νέα χρονιά το τοπίο στην επικαιρότητα δεν άλλαξε. Κατακλυζόμαστε από ειδήσεις εγκλημάτων που συζητιούνται εντόνως, τόσο στην πραγματική ζωή, όσο και στα social media. Σε ένα περιστατικό, – το οποίο συνέβη στο Βόλο και έγινε γνωστό σήμερα – η φράση “πήρε το νόμο στα χέρια του”, έγινε πράξη για ακόμα μία φορά αφήνοντας σοκαρισμένη την κοινή γνώμη με θετικό πρόσημο.
Ένας 50χρονος σκότωσε τον 33χρονο αδερφό της συζύγου του, όταν έμαθε πως εκείνος βίαζε από τα 9 της χρόνια την κόρη του. Δίνοντάς του ραντεβού σε ένα απόμερο σημείο τον δολοφόνησε με μία σφαίρα. Στην απολογία του στην αστυνομία είπε: «Δηλητηρίαζε το παιδί μου, έκανα αυτό που έπρεπε, πατέρας είμαι». Ήταν αποφασισμένος για αυτό καθώς προφασίστηκε πως είχε μηχανική βλάβη το αυτοκίνητό του και ζήτησε από τη σύζυγό του να πάει σε συγκεκριμένο σημείο ο αδελφός της για να τον βοηθήσει.
Ένας γονιός λοιπόν, μαθαίνει πως η 18χρονη πλέον κόρη του κακοποιούνταν συστηματικά από τα 9 της χρόνια, ενώ όπως έγινε γνωστό ο δράστης την απειλούσε με δημοσίευση φωτογραφιών και βίντεο, παίρνει το όπλο και αυτοδικεί. Σκοτώνει τον κακοποιητή της κόρης του και παραδίνεται στην αστυνομία.
Το καθεστώς ατιμωρησίας
Δίχως να μπορούμε να γνωρίζουμε πως σκέφτηκε ο συγκεκριμένος άνθρωπος και πήρε αυτή την απόφαση και χωρίς εύσημα ως προς την πράξη του ή την έννοια της αυτοδικίας, ένα εύλογο ερώτημα έρχεται στην επιφάνεια: εάν η υπόθεση έφτανε στο δικαστήριο, ο θύτης τι ποινή θα λάμβανε για τις πράξεις του; Έχουμε πολλά παραδείγματα εγκλημάτων σεξουαλικής φύσης όπως βιασμούς, κακοποιήσεις, και παιδεραστίας όπου οι δράστες, είτε δεν προφυλακίζονται, είτε βρίσκονται έξω με αναστολή είτε δεν τιμωρούνται καν και αφήνονται ελεύθεροι από τις αρχές. Μέχρι να ξανασυλληφθούν για παρόμοια αδικήματα.
Ένα καθεστώς ατιμωρησίας που επικρατεί σε πάρα πολλές δικαστικές υποθέσεις με τα θύματα να μένουν αδικαίωτα και τους θύτες να λαμβάνουν ποινές χάδια. Που ακριβώς βρίσκεται ο σωφρονισμός; Γιατί οι ανώτατες αρχές της χώρας δεν προλαμβάνουν, δεν προστατεύουν, δεν δικαιώνουν; Μέσα σε αυτό το πλαίσιο στο οποίο οι εγκληματικές πράξεις γίνονται συνήθεια η απόδοση δικαιοσύνης θα έπρεπε να είναι το λιγότερο για το θύμα.
Η παροχή προστασίας, νομικής κάλυψης, ψυχολογικής υποστήριξης, η συστηματική αναβάθμιση της εκπαίδευσης αναφορικά με την δικαιοσύνη και την ισότητα, αλλά και η υποδειγματική τιμωρία των δραστών, είναι πράγματα που περνάνε στα ψιλά ανάμεσα σε όσα γίνονται καθημερινά. Δεκάδες υποθέσεις, όπου άτομα που τέλεσαν εγκλήματα του ποινικού δικαίου παραμένουν αλώβητα και με την υπογραφή της αστικής δικαιοσύνης.
Το αίσθημα του δικαίου
Η συλλογιστική πορεία ενός ανθρώπου, βασιζόμενος στην ενσυναίσθηση για το παιδί του ή έναν δικό του άνθρωπο που έχει υποστεί μαρτύριο στα χέρια κάποιου επιτήδειου, δεν είναι απαραίτητο ότι αποκλείει τις πιθανότητες μη απόδοσης δικαιοσύνης από το θεσμικό σύστημα. Η έκφραση της αδικίας παραμελείται, το θύμα συχνά δεν δικαιώνεται, ο δράστης ίσως κυκλοφορεί ελεύθερος και όπως έχουμε δει σε πολλές περιπτώσεις, ίσως προβεί ξανά στην τέλεση παρόμοιων πράξεων ως προς το ίδιο ή άλλο θύμα.
Ωστόσο, το να επικροτεί η κοινή γνώμη μία δολοφονία ως αντίποινα σε άλλο έγκλημα, δε μπορούμε να ξέρουμε πόσο ανησυχητικό είναι, όχι τόσο για την ίδια την κοινωνία, αλλά για το δικαστικό σύστημα το οποίο επιμελείται, εκτός της απόδοσης δικαίου αλλά και το κοινό περί δικαίου αίσθημα με τις αποφάσεις που λαμβάνει. Το συγκεκριμένο σύστημα αδιαφορίας αφήνει ανοιχτό ένα τρομακτικό παράθυρο ως προς την έννοια της αυτοδικίας. Οι ακεραιότητες ατόμων ως εκδίκηση ή ως αντικατάσταση άλλων παραλείψεων μοιάζει ως δίκαιη απάντηση. Δεν είναι όμως ένας άξονας όπου μπορεί να ταυτιστεί η πλειονότητα καθώς θα οδηγούμασταν σε συνθήκες κοινωνικά δύσβατες. Οι εγκληματικές συνέπειες της έλλειψης δικαιοσύνης φέρουν μεθόδους που καλύπτει το αίσθημα δικαίου για άλλες αξιόποινες πράξεις.
Το να οδηγηθεί ένα άτομο στην αυτοδικία, δεν είναι η λύση. Είναι κάτι που, για το κοινό αίσθημα μέσα στη φθαρμένη αστική δικαιοσύνη, φαντάζει δικαιολογημένη πράξη. Ωστόσο η κοινή γνώμη πρέπει να απαιτεί δικαιοσύνη, με όρους που δε θα οπισθοδρομούν σε άλλες εποχές και να βρίσκει διεξόδους για απαίτηση αλλαγών στην κοινωνία.