Η βία κατά των γυναικών αποτελεί σοβαρή παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσον αφορά την αξιοπρέπεια, την ισότητα και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Βία είναι κάθε βίαιη ενέργεια (περιλαμβανομένων και των απειλών τέτοιων ενεργειών) που στηρίζεται στο φύλο και προκαλεί φυσική, σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη και την εξαναγκαστική ή αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας της ,ανεξάρτητα από το αν αυτή συμβαίνει στο δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο.
Για παράδειγμα, μία στις 10 γυναίκες έχει υποστεί κάποια μορφή βίας από την ηλικία των 15 ετών και άνω, ενώ μία στις 20 γυναίκες έχει πέσει θύμα βιασμού. Μία στις πέντε γυναίκες έχει υποστεί σωματική και/ή σεξουαλική βία από νυν ή τέως σύντροφο, και μία στις 10 γυναίκες δήλωσε ότι βίωσε κάποια μορφή σεξουαλικής βίας από ενήλικα πριν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας της.
Πολλές γυναίκες δυστυχώς παραμένουν σιωπηλές, δεν καταγγέλλουν τα περιστατικά βίας και όπως καταδεικνύει η προαναφερθείσα έκθεση, μόλις το 14% των γυναικών κατήγγειλαν στην αστυνομία το πιο σοβαρό περιστατικό βίας από στενό σύντροφο, ενώ το 13% των γυναικών κατήγγειλαν στην αστυνομία κάποιο σοβαρό περιστατικό βίας από μη σύντροφο.
Μορφές βίας κατά των γυναικών
Η βία κατά των γυναικών περιλαμβάνει εγκλήματα που επηρεάζουν δυσανάλογα τις γυναίκες, όπως τη σωματική βία, τις σεξουαλικές επιθέσεις, τους βιασμούς(εντός και εκτός γάμου), τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις, τη λεκτική και τη ψυχολογική βία από τους συντρόφους τους ,την παρενοχλητική παρακολούθηση, τη συζυγική κακοποίηση από συζύγους/συντρόφους (ενδοοικογενειακή βία), τα εγκλήματα τιμής, τις εξαναγκαστικές αμβλώσεις, την καταναγκαστική σεξουαλική εργασία και εμπορία διακίνηση γυναικών (55% των γυναικών διακινούνται παράνομα με σκοπό την εργασιακή εκμετάλλευση και το 98% των γυναικών με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση), τους ομαδικούς βιασμούς ως όπλο πολέμου (20.000 – 50.000 γυναίκες υπολογίζεται ότι βιάσθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου 1992-1995 και 250.000- 500.000 κατά τη γενοκτονία στη Ρουάντα το 1994) ή ως όπλο υποταγής, τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων, το γάμο και την εγκυμοσύνη ανηλίκων γυναικών και τη θεσμική βία (νόμος Σαρία στη Θράκη).
Οι μορφές βίας κατά των γυναικών κλιμακώνονται σταδιακά αρχής γενομένης με την εξακόντιση απειλών (λεκτική βία), την πρόκληση φθορών σε αντικείμενα, μέχρι του σημείου να απειληθεί η σωματική ακεραιότητα του θύματος.
Ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι η βία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τόσο για την εγκυμονούσα, όσο και για το έμβρυο που κυοφορεί. Η βία μέσα στο ζευγάρι είναι δυνατόν να εκδηλωθεί τόσο από τους τωρινούς συντρόφους, όσο και από τα άτομα ανάμεσα στα οποία υπήρχε δεσμός στο παρελθόν.
Κατευθύνεται επίσης και προς τα παιδιά που ενδεχομένως είναι παρόντα ή αποτελούν μάρτυρες των γεγονότων.
Το προφίλ του θύτη
Το προφίλ του θύτη που κακοποιεί έχει τα χαρακτηριστικά ατόμου με μειωμένη αυτοπεποίθηση, που βλέπει τους άλλους ως αντικείμενα ή ως ιδιοκτησία του. Δεν παραδέχεται ότι φταίει αυτός για τη συμπεριφορά του, αλλά μεταθέτει τις αιτίες στο αλκοόλ ή στα ναρκωτικά ή «στην κακή μέρα» που του έτυχαν τόσες αναποδιές. Σημειώνω ότι παρόλο που η χρήση αλκοόλ μπορεί να πυροδοτήσει βία, είναι ανάγκη να ξεκαθαριστεί ότι η κακοποίηση δεν οφείλεται πάντα στο αλκοόλ, ούτε βέβαια ότι όλοι οι άντρες που πίνουν κακοποιούν τις συντρόφους τους. Βίαιοι άνθρωποι δεν είναι αποκλειστικά οι αλκοολικοί ή τα περιθωριακά άτομα. Οι περισσότεροι δράστες είναι βίαιοι μόνο στα σπίτια τους, γιατί όλοι καταλαβαίνουν ότι μία τέτοια συμπεριφορά δεν είναι ανεκτή δημόσια, παρόλο που η κοινωνία ενισχύει την πίστη του άντρα στο δικαίωμα να εξουσιάζει τη γυναίκα του.
Ο θύτης απωθεί και αρνείται την ψυχολογική βία όπως πιθανόν και οι μάρτυρες από το συγγενικό περιβάλλον που δεν βλέπουν τίποτα με αποτέλεσμα το θύμα να αμφιβάλλει για ότι ένιωσε.
Οι σχέσεις θύτη — θύματος μεταξύ τους χαρακτηρίζονται από την αλληλεξάρτηση ή συνεξαρτηση , τη ζήλια, την υποταγή, το φόβο και το θυμό, τις ψυχοπαθολογικές σχέσεις εναλλασσόμενων ρόλων ανισότητας όπου ο ένας αποτελεί το ενεργητικό και ο άλλος το παθητικό μέλος .
Στο Πρόγραμμα Δράσης του ΟΗΕ (Πεκίνο 1995) αναφέρεται ότι η βία κατά των γυναικών είναι ένας τρόπος έκφρασης της ιστορικά διαπιστωμένης ανισότητας στις σχέσεις εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών που οδήγησε στην κυριαρχία των ανδρών επί των γυναικών και στις διακρίσεις κατά των γυναικών με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ανάπτυξης τους και αποτελεί παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των γυναικών και τις εμποδίζει να απολαμβάνουν αυτά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες.